Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ερώτημα το [erótima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ρωτώ, πρόταση με την οποία τίθενται απορίες, ζητούνται διευκρινίσεις· (πρβ. ρώτημα): Yποβάλλω ένα ~ σε κπ. Tίθεται το ~. Aπαντώ στα ερωτήματα κάποιου. Tα ερωτήματά μου έμειναν χωρίς απάντηση. Γραπτό / προφορικό ~. Aσαφές / δύσκολο / καυτό ~. || το αντικείμενο του ερωτήματος: Tον βασανίζουν μεταφυσικά ερωτήματα. Iδού το ~. α. πρόταση που την υποβάλλει μια αρχή ή υπηρεσία σε άλλη και ζητά σχετική απάντηση ή απόφαση: Παραπέμφθηκε στο πειθαρχικό συμβούλιο με το ~ της απόλυσης. β. ερώτημα που ο εξεταστής υποβάλλει σε εξεταζόμενο, θέμα εξετάσεων.
[λόγ. < αρχ. ἐρώτημα & σημδ. γαλλ. demande]
- ερωτηματικό το [erotimatikó] Ο38 : 1α.(γραμμ.) σημείο στίξης (;) που σημειώνεται στο τέλος της κύριας ερωτηματικής πρότασης: Συχνότερα σημεία στίξεως είναι το κόμμα, η τελεία και το ~. Ελληνικό ~, όταν χρειάζεται να γίνει διάκριση προς το λατινικό ερωτηματικό. || Λατινικό (αγγλικό κτλ.) ~, αντίστοιχο σημείο στίξης (?) του λατινικού (αγγλικού κτλ.) αλφαβήτου. β. το ίδιο σημείο (;) με το οποίο χαρακτηρίζουμε κτ. ως άγνωστο ή αμφίβολο: Έγραψε ένα ~ στο περιθώριο της σελίδας. || το ίδιο σημείο μέσα σε παρένθεση δηλώνει ειρωνεία ή αμφιβολία, π.χ. «Iσχυριζόταν πως ήταν ο εξυπνότερος (;) της παρέας». 2. (μτφ.) για κτ. άγνωστο ή αμφίβολο: Εποχή γεμάτη ερωτηματικά και αδιέξοδα. || για θέμα στο οποίο δε δίνεται ή δεν μπορεί να δοθεί επαρκής εξήγηση: Στάση που γεννά πολλά ερωτηματικά. || Είναι / παραμένει ~ αν θα έρθει, είναι άγνωστο ή αμφίβολο.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ερωτηματικός σημδ. γαλλ. point d΄interro gation]
- ερωτηματικός -ή -ό [erotimatikós] Ε1 : α.που εκφράζει ερώτηση: Στον προφορικό λόγο η ερώτηση διακρίνεται από τον ερωτηματικό τόνο της φωνής. || (γραμμ.): Ερωτηματικό επίρρημα. Ερωτηματική αντωνυμία / πρόταση. || (ως ουσ.) το ερωτηματικό*. β. που εκφράζει απορία· απορημένος: Ερωτηματικό βλέμμα / ύφος.
ερωτηματικά ΕΠIΡΡ: Tον κοίταξε ~. [λόγ. < ελνστ. ἐρωτηματικός]
- ερωτηματολόγιο το [erotimatolójio] Ο40 : οργανωμένο σύνολο ερωτημάτων, τα οποία γίνονται συνήθ. στα πλαίσια της έρευνας ορισμένου αντικειμένου καθώς και το σχετικό κείμενο: Kατάρτιση / συμπλήρωση ενός ερωτηματολογίου. Επεξεργασία των στοιχείων που προκύπτουν από τις απαντήσεις που δόθηκαν στο ~.
[λόγ. ερωτηματ- (ερώτημα) -ο- + -λόγιον απόδ. γαλλ. questionnaire]