Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ερμάρι το [ermári] & αρμάρι το [armári] Ο44 : (λαϊκότρ., λογοτ.) συρτάρι ή ράφι.
[μσν. ερμάριον < αρμάριον με τροπή [a > e] ίσως από επίδρ. του [r] · μσν. αρμάρι(ν) < αρμάριον < λατ. armar(ium) -ιον]