Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εργοστάσιο το [erγostásio] Ο40 : μεγάλη μονάδα βιομηχανικής παραγωγής με μόνιμες εγκαταστάσεις: Ένα ~ κατασκευής όπλων / τσιγάρων / αυτοκινήτων. Tο ~ παραγωγής φωταερίου / ηλεκτρικής ενέργειας. Πυρηνικό ~. ~ μεταλλουργίας / υφαντουργίας / βυρσοδεψίας / κατεργασίας ξύλου. Εργάτης / υπάλληλος / διευθυντής εργοστασίου. Ίδρυση / λειτουργία / κλείσιμο ενός εργοστασίου. || οι σχετικές κτιριακές εγκαταστάσεις: H πύλη / ο περίβολος / τα φουγάρα / οι αποθήκες του εργοστασίου. Ο σεισμός γκρέμισε σπίτια, εκκλησίες και εργοστάσια.
εργοστασιάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. εργο- + -στάσιον]