Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ερασιτέχνης
1 εγγραφή
ερασιτέχνης ο [erasitéxnis] Ο10 θηλ. ερασιτέχνης [erasitéxnis] : 1.ANT επαγγελματίας. α. (ως επίθ.) που κάνει ορισμένη εργασία όχι ως (κύριο) επάγγελμα αλλά επειδή αυτή τον ευχαριστεί: Ένας ~ ψαράς / φωτογράφος. || ~ ποδοσφαιριστής. β. αυτός που ασκεί την εργασία του χωρίς μέθοδο ή επιτυχία: Φυλάξου από τους ερασιτέχνες. Οι ερασιτέχνες του επαγγέλματος. 2. (ως επίθ.) που κάνει κτ. σπάνια ή περιστασιακά: Ένας ~ καπνιστής.

[λόγ. < αρχ. ἐρασι- (σύγκρ. εραστής) κατά τα αρχ. ἐρασιχρήματος `που του αρέσουν τα χρήματα΄, ἐρασίμολπος `που του αρέσει το τραγούδι΄ + -τέχνης κατά το ελνστ. φιλοτέχνης = αρχ. φιλότεχνος απόδ. ιταλ. dilettante & γαλλ. amateur· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες