Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εραλδικός -ή -ό [eralδikós] Ε1 : που αναφέρεται στα οικόσημα και γενικά στα οικογενειακά εμβλήματα: Εραλδικές μελέτες. α. (ως ουσ.) η εραλδική, ο επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τα οικόσημα και τα οικογενειακά εμβλήματα· οικοσημολογία, εμβληματολογία. β. που χαρακτηρίζεται από δύο αντικείμενα, ιδίως ζώα, τοποθετημένα συμμετρικά και αντιμέτωπα: Εραλδική διάταξη / παράσταση. Εραλδικά σχήματα.
εραλδικά ΕΠIΡΡ στη σημ. β. [λόγ. < γαλλ. héraldique (-ique = -ικός)]