Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ερίφιο το [erífio] Ο40 : (λόγ.) κατσίκι. (έκφρ.) χωρίζω τα πρόβατα* από τα ερίφια.
[λόγ. < ελνστ. ἐρίφιον υποκορ. του αρχ. ἔριφος (ὁ, ἡ)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < ελνστ. ἐρίφιον υποκορ. του αρχ. ἔριφος (ὁ, ἡ)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |