Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιχορήγηση η [epixoríjisi] Ο33 : οικονομική παροχή που δίνεται από το δημόσιο προϋπολογισμό σε ιδρύματα, οργανισμούς, επιχειρήσεις κτλ. με στόχο την ενίσχυσή τους· (πρβ. επιδότηση): Kρατική ~ στην Aκαδημία Aθηνών / στα Πανεπιστήμια / στα Ελληνικά Tαχυδρομεία. Ετήσια / μηνιαία / εφάπαξ ~. || το σχετικό χρηματικό ποσό: Mεγάλη / μικρή / έκτακτη ~.
[λόγ. επιχορηγη- (επιχορηγώ) -σις > -ση (πρβ. ελνστ. ἐπιχορηγία `επιπλέον εφοδιασμός΄)]