Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιχειρώ
1 εγγραφή
επιχειρώ [epixiró] -είται Ρ10.9 : προσπαθώ να κάνω κτ.: Ό,τι επιχείρησε στη ζωή του το πέτυχε. Επιχείρησε να δραπετεύσει αλλά τον έπιασαν. Mην επιχειρείς τα αδύνατα. || (παθ.) για κτ. που γίνεται προσπάθεια να πραγματοποιηθεί: Στο βιβλίο αυτό επιχειρείται όχι απλή παρουσίαση αλλά σε βάθος ανάλυση του θέματος. || (για κτ. δύσκολο ή σημαντικό): Θα επιχειρήσει ένα μεγάλο ταξίδι. Tο επιχειρούμενο έργο.

[λόγ. < αρχ. ἐπιχειρῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες