Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιχειρηματολογώ [epixirimatoloγó] Ρ10.9α : χρησιμοποιώ επιχειρήματα: Διαπληκτίζονται αντί να επιχειρηματολογούν. Δεν επιχειρηματολογεί σε καθαρά επιστημονικό αλλά σε ιδεολογικό / κομματικό επίπεδο. ~ υπέρ κάποιου ή ~ για κπ. / για κτ., χρησιμοποιώ επιχειρήματα για να το(ν) υποστηρίξω. Επιχειρηματολογούσε υπέρ της χούντας, όταν όλος ο λαός αγωνιζόταν εναντίον της.
[λόγ. επιχειρηματ- (επιχείρημα) -ο- + -λογώ]