Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιτηρητής
1 εγγραφή
επιτηρητής ο [epitiritís] Ο7 θηλ. επιτηρήτρια [epitirítria] Ο27 : αυτός που επιτηρεί και ιδίως που κάνει ορισμένη επιτήρηση: Ο ~ σε γραπτές εξετάσεις μαθητών / φοιτητών, ο καθηγητής που τους επιτηρεί.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιτηρητής `επιστάτης φόρων΄ κατά τη σημ. της λ. επιτηρώ· λόγ. επιτηρη(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες