Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιτάφιος -α -ο [epitáfios] Ε6 : 1α.που τοποθετείται επάνω σε τάφο: Ένας ~ σταυρός. Επιτάφια πλάκα. β. που γίνεται στον τάφο ιδίως κατά την ώρα της ταφής: Επιτάφιες τελετές. Ο επιτάφιος λόγος του Θουκυδίδη / Λυσία. || (ως ουσ.) ο επιτάφιος: Στον επιτάφιο θαυμάζεις το μεγαλείο του Θουκυδίδη. 2α. Επιτάφιος Θρήνος και ως ουσ. ο Επιτάφιος, τμήμα της ιερής ακολουθίας που ψάλλεται κατά τη νύχτα της Mεγάλης Παρασκευής και με επέκταση ολόκληρη η ακολουθία αυτή: H ακολουθία του Επιταφίου. β. (ως ουσ.) ο Επιτάφιος: β1. ύφασμα επάνω στο οποίο είναι κεντημένη ή ζωγραφισμένη η παράσταση του νεκρού Xριστού και συνήθ. προσώπων που σχετίζονται με την ταφή του. β2. το ειδικό κουβούκλιο, μέσα στο οποίο τοποθετείται ο Επιτάφιος κατά τη Mεγάλη Παρασκευή: Στολίζουν / προσκυνούν τον Επιτάφιο. Λουλούδια για / από τον Επιτάφιο. Περιφορά του Επιταφίου.
[λόγ.: 1: αρχ. ἐπιτάφιος· 2: μσν. σημ.]