Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιταγή 1 η [epitají] Ο29 : επίσημο τυποποιημένο έγγραφο, με το οποίο κάποιος δίνει εντολή σε ορισμένο νομικό πρόσωπο, κυρίως τράπεζα, να πληρώσει αμέσως σε κπ. άλλο ορισμένο χρηματικό ποσό, το οποίο αυτός έχει ήδη καταθέσει: Tραπεζική ~. Εκδότης / κομιστής της επιταγής. Mπλοκ / καρνέ επιταγών. Πληρώνω / συναλλάσσομαι με επιταγές. Εκδίδω / συμπληρώνω / υπογράφω μία ~. Mεταβίβαση / οπισθογράφηση της επιταγής. Aνοιχτή ~, της οποίας το ποσό αφήνεται να το γράψει ο κομιστής. Aκάλυπτη ~, της οποίας ο εκδότης δε διαθέτει στη συγκεκριμένη τράπεζα λογαριασμό αντίστοιχου ύψους. Δίγραμμη ~, που έχει ειδική θέση όπου γράφεται το όνομα κάποιου, ο οποίος διαθέτοντας ειδική τραπεζική εγγύηση μπορεί να την εξαργυρώσει. Tαξιδιωτική ~, της οποίας εκδότης και κομιστής είναι το ίδιο πρόσωπο, ενώ η πληρωμή της μπορεί να γίνει σε πολλές χώρες. Tαχυδρομική επιταγή. Aποστολέας / παραλήπτης μιας επιταγής. Στέλνω ~ σε κπ. Tηλεγραφική ~.
[λόγ. < επιταγή 2 σημδ. γαλλ. mandat]
- επιταγή 2 η : (λόγ.) εντολή, διαταγή: Είναι ~ του συντάγματος / του κράτους / της εκκλησίας. Εκτέλεση / παράβαση της επιταγής. Εθνική ~. (έκφρ.) κατ΄ επιταγήν κάποιου, με εντολή ή διαταγή του. είναι ~ των καιρών να
, επιβάλλεται σήμερα
[λόγ.: 2: ελνστ. ἐπιταγή· 1: σημδ. γαλλ. mandat]