Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιτήδευμα
2 εγγραφές [1 - 2]
επιτήδευμα το [epitíδevma] Ο49 : (λόγ.) επάγγελμα. || (νομ.) το ελεύθερο επάγγελμα: Άσκηση / φόρος επιτηδεύματος.

[λόγ. < αρχ. ἐπιτήδευμα]

επιτηδευματίας ο [epitiδevmatías] Ο3 : (νομ.) ο ελεύθερος επαγγελματίας.

[λόγ. επιτηδευματ- (επιτήδευμα) -ίας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες