Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιτέλους [epitélus] επίρρ. : 1.τελικά, στο τέλος: ~ παρέδωσε την εργασία που του είχαν αναθέσει. 2. επιφωνηματικά ως αναφώνηση ή συνηθέστερα με πρόταση, για να εκφράσει ο ομιλητής με έμφαση: α. έντονη ανακούφιση, χαρά: ~ σε βρήκα! ~ ξημέρωσε! β. έντονη απορία: ~ δεν υπάρχει κανείς να τους βοηθήσει; Πότε ~ θα τελειώσεις; γ. αγανάκτηση, δυσαρέσκεια κτλ.: Mα ~ θα ησυχάσετε; ~ ποιος φταίει; ~ ποιος κυβερνά σ΄ αυτό τον τόπο;
[λόγ. συμφυρ. των αρχ. φρ. διά τέλους `μέχρι το τέλος, τελείως΄ & ἐπί τέλος `στο τέλος΄ μτφρδ. γαλλ. enfin]