Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιτάσσω [epitáso] -ομαι Ρ2.2 : 1.(λόγ.) δίνω εντολή· διατάσσω: Ο νόμος / η θρησκεία / η τιμή επιτάσσει
2. κάνω επίταξη σε κτ.: Επιταγμένα άλογα / μουλάρια / αυτοκίνητα / σπίτια. Είχαν επιτάξει ακόμα και τα κάρα.
[λόγ.: 1: αρχ. ἐπιτάσσω· 2: κατά τη σημ. της λ. επίταξη]