Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επισφαλής -ής -ές [episfalís] Ε10 : που δεν είναι απολύτως ασφαλής. α. που δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι θα εξελιχθεί ευνοϊκά, που διατρέχει κίνδυνο: Άνθρωπος με επισφαλή υγεία. Mετά το σκάνδαλο η θέση του αρμόδιου υπουργού θεωρείται ~. β. που δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι είναι αληθινός ή πραγματοποιήσιμος: H υπόθεσή του ότι θα κερδίσει τη δίκη θεωρείται ~. Ένας ~ υπολογισμός. || (νομ.) ~ απαίτηση. γ. (για κατασκευή) που δεν είναι απόλυτα στερεή.
επισφαλώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἐπισφαλής· λόγ. < ελνστ. ἐπισφαλῶς]