Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιστρώνω [epistróno] -ομαι Ρ1 : καλύπτω μια επιφάνεια, συνήθ. μεγάλη και οριζόντια, με ορισμένο υλικό· κάνω επίστρωση.
[λόγ. < αρχ. ἐπιστόρνυμι με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το στόρνυμι > στρώνω]