Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιπλοκή η [epiplokí] Ο29 : 1.παθολογική εκδήλωση που προστίθεται στη συνηθισμένη εξέλιξη μιας αρρώστιας ή άλλης αντίστοιχης κατάστασης και την επιδεινώνει: Οι επιπλοκές της γρίπης / της ανεμοβλογιάς. Επιπλοκές μιας εγχείρησης / ενός τοκετού. Φάρμακα για πρόληψη επικίνδυνων / δυσάρεστων επιπλοκών. 2. (σπάν.) έκτακτη δυσχέρεια ή δυσκολία.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιπλοκή `πλέξιμο, σύγχυση΄ σημδ. γαλλ. compli cations (πληθ.)]