Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιμύθιο
1 εγγραφή
επιμύθιο το [epimíθio] Ο40 : σύντομη φράση στο τέλος μύθου, κυρίως διδακτικού, η οποία κλείνοντας τη διήγηση περιέχει το σχετικό συμπέρασμα.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιμύθιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες