Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιμηκύνω [epimikíno] -ομαι Ρ8.2 : 1.αυξάνω το μήκος ενός σώματος, το κάνω μεγαλύτερο από ό,τι ήταν πριν. 2. αυξάνω ορισμένη χρονική διάρκεια, την κάνω μεγαλύτερη.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιμηκύνω]