Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιληψία η [epilipsía] Ο25 : χρόνια πάθηση του νευρικού συστήματος, η οποία εκδηλώνεται κατά διαστήματα με κρίσεις που χαρακτηρίζονται κυρίως από απώλεια της συνείδησης και σπασμούς· σεληνιασμός: Aίτια / συμπτώματα / θεραπεία της επιληψίας. Kρίση επιληψίας.
[λόγ. < αρχ. ἐπιληψία]