Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επικυριαρχία
1 εγγραφή
επικυριαρχία η [epikiriaría] Ο25 : (νομ.) κυριαρχία που ασκεί ένα κράτος σε αυτόνομη χώρα, η οποία χαρακτηρίζεται ως υποτελής· (πρβ. προστασία): H Kρήτη ανακηρύχτηκε αυτόνομη ηγεμονία υπό την ~ (του σουλτάνου) της Οθωμανικής Aυτοκρατορίας. Δικαιώματα επικυριαρχίας.

[λόγ. επικυρίαρχ(ος) -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες