Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επικράτεια η [epikrátia] Ο27 λόγ. γεν. και επικρατείας : (νομ.) η γεωγραφική έκταση στην οποία ισχύει η εξουσία ορισμένου κράτους: Tα όρια της ελληνικής επικράτειας. Ενέργειες που έχουν ως σκοπό την απόσπαση ενός τμήματος της ελληνικής επικράτειας. Bουλευτές επικρατείας, που δεν εκλέγονται σε ορισμένη εκλογική περιφέρεια αλλά σε ολόκληρη την επικράτεια. Ψηφοδέλτιο επικρατείας. Συμβούλιο Επικρατείας, ονομασία του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου του ελληνικού κράτους. Πρόεδρος / πάρεδρος / εισηγητής / ολομέλεια του Συμβουλίου Επικρατείας. Ο νόμος κρίθηκε αντισυνταγματικός από το Συμβούλιο Επικρατείας.
[λόγ. < αρχ. ἐπικράτεια & σημδ. γαλλ. état]