Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επικεντρώνω [epikendróno] -ομαι Ρ1 : 1.(για ανθρώπινη ενέργεια, δραστηριότητα κτλ.) κάνω να έχει ως επίκεντρο, ως βασικό στοιχείο και ιδίως ως αντικείμενο, κτ.· (πρβ. εστιάζω): ~ την προσοχή / το ενδιαφέρον μου σε κτ. Οικονομική δραστηριότητα επικεντρωμένη στο εμπόριο. Επικεντρώνομαι σε κτ., το προσέχω ή ασχολούμαι ιδιαίτερα με αυτό. 2. (σπάν.) βρίσκω το κέντρο (για γεωμετρικό σχήμα ή σώμα) και ιδίως τον κεντρικό άξονα (για κύλινδρο).
[λόγ. επίκεντρ(ον) -ώ > -ώνω (πρβ. ελνστ. ἐπικεντροῦμαι `κατέχω καίριο σημείο΄)]