Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επικήρυξη η [epikíriksi] Ο33 : προκήρυξη, επίσημη υπόσχεση ορισμένης αμοιβής, συνήθ. χρηματικής, από το κράτος για τη σύλληψη, την ανακάλυψη, το φόνο ή την παροχή πληροφοριών για πρόσωπο που καταζητείται ως επικίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια: Έγινε ~ των ληστών / των τρομοκρατών. || το σχετικό χρηματικό ποσό: Πρόδωσε το συνένοχό του για να πάρει την ~.
[λόγ. < ελνστ. ἐπικήρυξις (-σις > -ση)]