Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιθυμία η [epiθimía] Ο25 : η ψυχική τάση του ανθρώπου να αποκτήσει, να γνωρίσει, να ζήσει κτλ. κτ., η οποία αποτελεί συνδυασμό ενστίκτου και συνειδητής βούλησης· (πρβ. θέληση): Έντονη / ακόρεστη ~. Έχω μεγάλη ~, επιθυμώ πολύ. Εκδήλωση μιας επιθυμίας. Ερωτική / σαρκική ~, πόθος. || το αντικείμενο της επιθυμίας κάποιου: Πραγματοποίηση μιας επιθυμίας. Οι επιθυμίες κάποιου. Ενεργώ σύμφωνα / συμμορφώνομαι με τις / προλαβαίνω τις επιθυμίες κάποιου. H τελευταία ~ κάποιου, πριν αυτός πεθάνει.
[λόγ. < αρχ. ἐπιθυμία]