Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιδικάζω
1 εγγραφή
επιδικάζω [epiδikázo] -ομαι Ρ2.1 : αναγνωρίζω ως νόμιμη την απαίτηση κάποιου και την ικανοποιώ: Tο δικαστήριο επιδίκασε στον παθόντα το ποσό του ενός εκατομμυρίου δραχμών για ψυχική οδύνη. Mε τη συνθήκη του Bερολίνου επιδικάστηκε στην Ελλάδα η Θεσσαλία.

[λόγ. < αρχ. ἐπιδικάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες