Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιδημία η [epiδimía] Ο25 : Iα.εμφάνιση, σε μία περιοχή, ορισμένης αρρώστιας, συνήθ. μολυσματικής, η οποία γρήγορα προσβάλλει μεγάλο αριθμό ατόμων: ~ γρίπης / τύφου / χολέρας / πανούκλας. || η ίδια η αρρώστια: H πείνα και οι επιδημίες κάνουν θραύση. β. (μτφ.) για γεγονός, συνήθ. δυσάρεστο, που σε ορισμένη χρονική περίοδο συμβαίνει συχνά: ~ ληστειών / φόνων / αυτοκτονιών / βιασμών. II. (λόγ.) διαμονή, ιδίως μόνιμη, σε έναν τόπο.
[λόγ. < αρχ. ἐπιδημία]