Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιδερμίδα η [epiδermíδa] Ο26 : 1α.η εξωτερική επιφάνεια του ανθρώπινου δέρματος: H ~ των χεριών / του προσώπου / της πλάτης. Kορίτσι με λεία / μαλακή / ωραία ~. Στρώνει η ~ κάποιου, αποκτά καλή όψη. β. (ανατ.) η λεπτή στιβάδα που αποτελεί το εξωτερικό στρώμα του δέρματος του ανθρώπου και των ζώων. 2. (βοτ.) η λεπτή στιβάδα που καλύπτει την εξωτερική επιφάνεια των φύλλων και των νέων βλαστών.
[λόγ. < αρχ. ἐπιδερμίς, αιτ. -ίδα]