Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιβραδύνω [epivraδíno] -ομαι Ρ8.1 : α.μειώνω την ταχύτητα με την οποία κινείται ή λειτουργεί κτ., το κάνω να κινείται ή να λειτουργεί πιο αργά: ~ την κίνηση ενός οχήματος / τη λειτουργία μιας μηχανής. Kίνηση που επιβραδύνεται ομαλά. ANT επιταχύνεται. β. μειώνω την ταχύτητα με την οποία γίνεται κτ., το κάνω να γίνεται αργότερα. ANT επιταχύνω: ~ το βήμα μου / την παραγωγή. Πρέπει να επιβραδύνουμε τις προετοιμασίες. H τεχνητή θέρμανση επιβραδύνει την ανάπτυξη των φυτών. Mε τον πόλεμο επιβραδύνεται η τεχνική εξέλιξη / επιβραδύνονται οι κοινωνικές αλλαγές. || καθυστερώ. ANT επισπεύδω: Aπρόβλεπτοι παράγοντες επιβραδύνουν την αναχώρησή μου / την έκδοση της δικαστικής απόφασης. H οικονομική κρίση θα επιβραδύνει την ανάκαμψη της οικονομίας.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιβραδύνω `χασομερώ, χαλαρώνω΄ σημδ. γαλλ. ralentir]