Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιβράδυνση η [epivráδinsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιβραδύνω. α. μείωση, ελάττωση της ταχύτητας. ANT επιτάχυνση: ~ της κίνησης ενός οχήματος / της λειτουργίας μιας μηχανής. ~ ενός ρυθμού. Διαπιστώθηκε ~ του ρυθμού της οικονομικής ανάπτυξης. || (φυσ.) η αρνητική επιτάχυνση. β. καθυστέρηση. ANT επίσπευση: Γίνονται μάχες με μοναδικό στόχο την ~ της εχθρικής προέλασης.
[λόγ. επιβραδύν(ω) -σις > -ση]