Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επηρεασμός
1 εγγραφή
επηρεασμός ο [epireazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επηρεάζω (ιδ. για τον πνευματικό ή ψυχικό κόσμο κάποιου): Ψυχολογικός ~. Δηλώσεις / ενέργειες που γίνονται με μοναδικό στόχο τον επηρεασμό της κοινής γνώμης.

[λόγ. < αρχ. ἐπηρεασμός `προσβλητική μεταχείριση΄ κατά τη σημ. του επηρεάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες