Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επηρεάζω
1 εγγραφή
επηρεάζω [epireázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.ασκώ επίδραση σε κπ. ή σε κτ., συντελώ στη διαμόρφωση ή στη διαφοροποίησή του: Διάφοροι παράγοντες, όχι μόνο οικονομικοί, επηρέασαν την εξέλιξη της κοινωνίας. Tο κλίμα κάθε περιοχής επηρεάζεται από ποικίλους παράγοντες. H κρίση επηρεάζεται από τα συναισθήματα. || (για βλαπτική επίδραση): H υγρασία επηρεάζει την υγεία του ανθρώπου. 2. συντελώ στη διαμόρφωση ή στη διαφοροποίηση του πνευματικού ή ψυχικού κόσμου κάποιου, ασκώ επίδραση στη διαμόρφωση ή στις εκδηλώσεις του: Οι ιδέες του Σκληρού επηρέασαν πολλούς δημοτικιστές. Οι ένορκοι επηρεάστηκαν από τη δραματική κατάθεση του μάρτυρα. Mην του έχεις εμπιστοσύνη, γιατί επηρεάζεται πολύ από τους φίλους του κι αλλάζει γνώμη.

[λόγ. < αρχ. ἐπηρεάζω `προσβάλλω, προσπαθώ να βλάψω΄ κατά τη σημ. της λ. επήρεια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες