Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επίτροπος ο [epítropos] Ο19 θηλ. επίτροπος [epítropos] Ο36 : αυτός στον οποίο μια δημόσια εξουσία έχει αναθέσει επισήμως ορισμένα καθήκοντα διοικητικής, διαχειριστικής κτλ. φύσεως: ~ ανηλίκου / πνευματικά αναπήρου / απόντος, αυτός που ορίζεται από δικαστήριο για να διαχειρίζεται τις υποθέσεις του. Εκκλησιαστικός ~, που διαχειρίζεται τα οικονομικά ορισμένου ναού. Επισκοπικός ~, που εκπροσωπεί τον επίσκοπο σε ορισμένη περιοχή. Kυβερνητικός ~, που εκπροσωπεί την κυβέρνηση κυρίως σε ορισμένο ίδρυμα. Bασιλικός ~. Ο κυβερνητικός ~ του στρατοδικείου / της Iεράς Συνόδου. H Tράπεζα της Ελλάδος ορίζει επιτρόπους για τον έλεγχο των άλλων τραπεζών. Ο ~ της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη γεωργία / το εμπόριο. Ο ~ της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Λαϊκός ~ ή ~ του λαού, παλιά ονομασία του υπουργού στην ΕΣΣΔ. Συμβού λιο των Επιτρόπων του Λαού, παλιά ονομασία του υπουργικού συμβουλίου στην ΕΣΣΔ.
[λόγ. < αρχ. ἐπίτροπος `που του έχει ανατεθεί επίβλεψη΄ & σημδ. γαλλ. commissaire· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]