Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επίτευγμα το [epítevγma] Ο49 : αυτό, συνήθ. πολύ σημαντικό, που πετυχαίνει, κατορθώνει ή πραγματοποιεί, κάποιος: Επιστημονικό / τεχνολογικό ~.
[λόγ. < ελνστ. ἐπίτευγμα]