Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επίσκεψη
1 εγγραφή
επίσκεψη η [epískepsi] Ο33 : 1.μετάβαση σε άλλον τόπο χωρίς μόνιμη εγκατάσταση σ΄ αυτόν: Kάνω ~, επισκέπτομαι. α. μετάβαση σε κπ. τόπο, που γίνεται με στόχο ιδίως τη γνώση, την αναψυχή κτλ.: ~ σε μουσείο / σε έκθεση. Bιβλίο στο οποίο ο συγγραφέας περιγράφει την επίσκεψή του στην Ελλάδα. β. η μετάβαση κάποιου, συνήθ. ιεραρχικά ανώτερου, η οποία γίνεται σε συγκεκριμένο τόπο, με συγκερκιμένο σκοπό στα πλαίσια της διοικητικής διαδικασίας: H ~ του νομάρχη / του μητροπολίτη στα χωριά του νομού / της μητρόπολής του. 2. μετάβαση στο χώρο που βρίσκεται κάποιος: Kάνω ~ σε κπ., τον επισκέπτομαι. Δέχομαι την ~ κάποιου, με επισκέπτεται κάποιος. α. μετάβαση ιδίως στο σπίτι: Φιλική / οικογενειακή ~. Aνταποδίδω μια ~. Aνταλλάσσω επισκέψεις με κπ. Δεν εορτάζει ούτε δέχεται επισκέψεις. Συλλυπητήριες επισκέψεις δε θα δεχτούμε. ΦΡ αρμένικη* ~. || ο επισκέπτης: Περιμένω / έχω / μου ήρθαν επισκέψεις. || (ειρ. για κπ. ή για κτ. ανεπιθύμητο): H ~ του διαρρήκτη / της αστυνομίας / της γρίπης. β. μετάβαση σε άλλο χώρο ιδίως εργασιακό: Επίσημη / εθιμοτυπική ~ στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. ~ σε φυλακισμένους / σε γηροκομείο || (για ελεύθερο επαγγελματία, ιδίως γιατρό): ~ στο ιατρείο. Ώρες επισκέψεων. ~ του γιατρού στο σπίτι του ασθενή. Aμοιβή για την ~. || (το σχετικό αντίτιμο): Γιατρέ, σου χρωστώ / να σου δώσω την ~. Πόσο η ~;

[λόγ. < αρχ. ἐπίσκεψις (-σις > -ση) `επιθεώρηση, έρευνα΄ κατά την αλλ. σημ. των επισκέπτομαι, επισκέπτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες