Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επίνειο το [epínio] Ο40 : χαρακτηρισμός πόλης ή γενικά οικισμού που διαθέτει λιμάνι, μέσο του οποίου ορισμένη πόλη, συνήθ. μεσόγεια, επικοινωνεί με τη θάλασσα: Ο Πειραιάς αναπτύχθηκε ως ~ της Aθήνας.
[λόγ. < αρχ. ἐπίνειον]