Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επήρεια η [epíria] Ο27 : ιδίως στην έκφραση υπό την ~, εξαιτίας της επίδρασης ή όσο αυτή διαρκεί: Tο αδίκημα διαπράχτηκε υπό την ~ οργής / μέθης. Ο ασθενής είναι ήσυχος, γιατί ακόμα βρίσκεται υπό την ~ ηρεμιστικών. Tα μέταλλα φθείρονται υπό την ~ της υγρασίας.
[λόγ. < αρχ. ἐπήρεια `προσβλητική συμπεριφορά΄, ελνστ. σημ.: `πείραγμα από δαίμονα΄ με σφαλερή ταύτιση προς το ελνστ. ἐπίρροια (= αρχ. ἐπιρροή) `εισροή, συρροή υγρού΄ από παρανάγνωση <ηρει> = <ιρροι> (στα νέα ελλην. διαβάζονται το ίδιο) σημδ. γαλλ. influence]