Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξόφθαλμος -η -ο [eksófθalmos] Ε5 : 1.(ιατρ.) που αναφέρεται στην εξοφθαλμία και ιδίως που την προκαλεί: Εξόφθαλμη βρογχοκήλη. 2. (μτφ.) που πολύ εύκολα γίνεται αντιληπτός ή κατανοητός: Εξόφθαλμη αλήθεια / απάτη. Aδυνατεί να αντιληφθεί και την πιο εξόφθαλμη πραγματικότητα.
εξόφθαλμα ΕΠIΡΡ. [λόγ.: 1: αρχ. ἐξόφθαλμος `με μάτια που προεξέχουν΄ κατά τη σημ. της λ. εξοφθαλμία· 2: ελνστ. σημ.]