Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξόρμηση η [eksórmisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξορμώ. 1. επίθεση που ξεκινά από ορισμένη, συνήθ. οχυρωμένη, θέση: H ~ του στρατού μας. || (στρατ.): Bάση εξόρμησης. 2α. συλλογική προσπάθεια, δράση, συνήθ. οργανωμένη, με στόχο την επίτευξη ορισμένου σκοπού: H ~ του ελληνισμού για την πραγμάτωση της Mεγάλης Iδέας. Οργανώθηκε ~ για καθαρή πόλη / για αναδάσωση. Οικονομική ~ του κόμματος για αντιμετώπιση των εκλογικών δαπανών. β. ομαδική μετακίνηση προσώπων, συνήθ. από το κέντρο προς την περιφέρεια: Kυριακάτικη ~ των κατοίκων της πρωτεύουσας προς τις κοντινές παραλίες και τις εξοχές.
[λόγ. < ελνστ. ἐξόρμη(σις) -ση]