Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξοχή 1 η [eksoxí] Ο29 : α.η περιοχή που βρίσκεται έξω από τους κατοικημένους χώρους, χωριά ή πόλεις: Tα παιδιά του σχολείου πήγαν περίπατο στην ~. Πόλη με ωραίες εξοχές. || (ειδικότ.) για περιοχές που είναι κατάλληλες για αναψυχή, παραθέριση: Θα περάσουμε λίγες μέρες στην ~. Tραπέζια / είδη εξοχής, που προορίζονται για χρήση σε εξωτερικούς χώρους. β. (σπάν.) η περιοχή που βρίσκεται έξω από τα μεγάλα αστικά κέντρα· ύπαιθρος.
[λόγ. < μσν. εξοχή `ύπαιθρο΄ < αρχ. ἐξοχή (δες εξοχή 2 επειδή συνήθ. βρίσκεται σε μεγαλύτερο υψόμετρο από την πόλη)]
- εξοχή 2 η : το τμήμα μιας επιφάνειας, ενός αντικειμένου που βρίσκεται πιο έξω από το επίπεδο ή τη γραμμή, υπαρκτή ή νοητή, που ορίζει το περίγραμμά του· (πρβ. προεξοχή). ANT εσοχή. ΦΡ κατ΄ εξοχήν, ιδίως, κυρίως, κατεξοχήν.
[λόγ. < αρχ. ἐξοχή]
- έξοχος -η -ο [éksoxos] Ε5 : που είναι πάρα πολύ καλός· υπέροχος, θαυμάσιος: Ένας ~ άνθρωπος / επιστήμονας / καλλιτέχνης / συγγραφέας. Έξοχη αγόρευση / ιδέα / μουσική. Έξοχο κλίμα. || εκλεκτός: Έξοχο φαγητό / κρασί.
έξοχα ΕΠIΡΡ: Περάσαμε ~ στην εκδρομή. Φέρεται / μιλάει ~. Πώς πήγες στις εξετάσεις; -~. [λόγ. < αρχ. ἔξοχος]