Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξομαλύνω [eksomalíno] -ομαι Ρ8.2 : κάνω κτ. ομαλό. 1. (σπάν.) κάνω ένα πράγμα εντελώς επίπεδο ή λείο. 2. διευθετώ κτ. ώστε να εξελίσσεται με βάση ορισμένους σταθερούς κανόνες και χωρίς παρεκκλίσεις από αυτούς: Εξομαλύνεται γοργά η κατάσταση μετά το πραξικόπημα. Εξομαλύνονται οι διπλωματικές σχέσεις δύο χωρών. ~ ένα κείμενο, διορθώνω τα εκφραστικά ή τα συντακτικά του λάθη.
[λόγ. εξ- ομαλ(ός) -ύνω μτφρδ. γαλλ. aplanir]