Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξοκέλλω [eksokélo] Ρ (μόνο στο αορ. θ.) αόρ. εξόκειλα, απαρέμφ. εξοκείλει : (λόγ.) 1. (για πλοίο) ναυαγώ στην ακτή. 2. (μτφ., για πρόσ.) ζω ανήθικη ζωή· παραστρατώ.
[λόγ. < αρχ. ἐξοκέλλω]