Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξαστισμός
1 εγγραφή
εξαστισμός ο [eksastizmós] Ο17 : η αστικοποίηση: Ο ~ των πληθυσμών της υπαίθρου.

[λόγ. εξ- αστ(ός) -ισμός μτφρδ. αγγλ. urbanisation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες