Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξαλείφω
1 εγγραφή
εξαλείφω [eksalífo] -ομαι Ρ4 : α.εξαφανίζω κτ. από μια επιφάνεια, το κάνω να μην υπάρχει πια: Yγρό που εξαλείφει όλους τους λεκέδες. || (μτφ.): Tο πένθος έχει εξαλείψει κάθε ίχνος χαμόγελου από το πρόσωπό της. Εξαλείφθηκαν όλες οι ελπίδες, χάθηκαν. β. (νομ.) διαγράφω, καταργώ: Εξαλείφεται μια προσημείωση / μια υποθήκη.

[λόγ. < αρχ. ἐξαλείφω `σοβατίζω, ξεπλένω, εξαφανίζω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες