Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξαθλιώνω [eksaθlióno] -ομαι Ρ1 : προκαλώ εξαθλίωση: Άναρχη οικονομική ανάπτυξη που, αντί να βελτιώνει, εξαθλιώνει τους όρους της ανθρώπινης διαβίωσης. Οι δουλοπάροικοι, εξαθλιωμένοι καθώς ήταν, δεν μπορούσαν να αντιδράσουν στη καταπίεση που υφίσταντο από τους φεουδάρχες.
[λόγ. εξ- άθλι(ος) -ώ > -ώνω]