Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξαγωγή
1 εγγραφή
εξαγωγή η [eksaγojí] Ο29 : 1.ANT εισαγωγή. α. (για εμπόρευμα) διάθεση, πώληση στην αγορά του εξωτερικού: ~ αγροτικών / βιοτεχνικών / βιομηχανικών προϊόντων. Προϊόντα που παράγονται τόσο για εγχώρια κατανάλωση όσο και για ~. Xρηματοδότηση των εξαγωγών. || (πληθ.) το σύνολο των εμπορευμάτων που εξάγονται: Aύξηση / μείωση των εξαγωγών. β. (για άλλα αγαθά) μεταφορά σε άλλη χώρα: ~ κεφαλαίων. Kαταδικάστηκε για λαθραία ~ συναλλάγματος. || (επέκτ.) διάδοση σε άλλη χώρα: ~ κουλτούρας / της επανάστασης. 2. (λόγ.) α. βγάλσιμο, αφαίρεση: ~ του δοντιού, αφαίρεση από τον οδοντίατρο. ~ των καυσαερίων ενός θερμικού κινητήρα, εκπομπή. β. δημιουργία, διατύπωση ύστερα από λογική διαδικασία: ~ συμπερασμάτων. || (μαθημ.) υπολογισμός: ~ των ακέραιων μονάδων ενός κλάσματος. ~ της τετραγωνικής ρίζας ενός αριθμού.

[λόγ. < αρχ. ἐξαγωγή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες