Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξαγιάζω
1 εγγραφή
εξαγιάζω [eksajiázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κπ. ή κτ. άγιο, ιερό: H θρησκεία εξαγιάζει την ψυχή του ανθρώπου.

[λόγ. εξ- άγι(ος) -άζω απόδ. γαλλ. sanctifier (διαφ. το ελνστ. ἐξαγιάζω `εξακριβώνω΄ < λατ. exagium)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες