Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξάρτυση η [eksártisi] Ο33 : (στρατ.) γενική ονομασία των πραγμάτων που ανάλογα με την περίπτωση πρέπει να έχει μαζί του ο στρατιωτικός εκτός από το όπλο του: Πολεμική ~. Πλήρης ~, το σύνολο αυτών των πραγμάτων. || (πληθ.) ειδική κατασκευή με λουριά που φοριέται πάνω από το χιτώνιο και χρησιμεύει για την προσαρμογή διάφορων χρήσιμων αντικειμένων όπως των φυσιγγιοθηκών, του σακιδίου κτλ.: Όπλα, κράνη, εξαρτύσεις και γρήγορα στη φρουρά! Iμάντες εξαρτύσεων. || ~ του δύτη, σκάφανδρο.
[λόγ. < ελνστ. ἐξάρτυ(σις) `εξοπλισμός βλητικής μηχανής΄ -ση κατά τη σημ. του αρχ. ρ. ἐξαρτύομαι `εξοπλίζομαι στρατιωτικά΄]