Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξάγω
7 εγγραφές [1 - 7]
εξάγω [eksáγo] -ομαι Ρ πρτ. εξήγα, αόρ. εξήγαγα, απαρέμφ. εξαγάγει, παθ. αόρ. (σπάν.) εξάχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και εξήχθη, εξήχθησαν, απαρέμφ. εξαχθεί : 1.κάνω εξαγωγή. ANT εισάγω. α. (για εμπόρευμα) διαθέτω στην αγορά του εξωτερικού: H Ελλάδα εξάγει κυρίως γεωργικά προϊόντα. || Φτωχή χώρα που δεν εξάγει τίποτε άλλο εκτός από εργατικά χέρια. β. (για άλλα αγαθά) μεταφέρω σε άλλη χώρα: Επιχείρησε να εξαγάγει παράνομα συνάλλαγμα. Έργα τέχνης που έχουν εξαχθεί παράνομα στο εξωτερικό, τα έχουν μεταφέρει. 2. (συνήθ. παθ.) για συμπέρασμα που προκύπτει ως προϊόν λογικής διαδικασίας: Aπό τα νέα δεδομένα εξάγεται ότι…

[λόγ. < αρχ. ἐξάγω]

εξαγωγέας ο [eksaγojéas] Ο21 : έμπορος που ασχολείται κυρίως με το εξαγωγικό εμπόριο. ANT εισαγωγέας: Εξαγωγείς καπνών / σιτηρών. Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εξαγωγέων.

[λόγ. < αρχ. ἐξαγωγεύς, αιτ. -έα `κάποιος που οδηγεί προς τα έξω΄ κατά τη σημ. των εξάγω, εξαγωγή]

εξαγωγή η [eksaγojí] Ο29 : 1.ANT εισαγωγή. α. (για εμπόρευμα) διάθεση, πώληση στην αγορά του εξωτερικού: ~ αγροτικών / βιοτεχνικών / βιομηχανικών προϊόντων. Προϊόντα που παράγονται τόσο για εγχώρια κατανάλωση όσο και για ~. Xρηματοδότηση των εξαγωγών. || (πληθ.) το σύνολο των εμπορευμάτων που εξάγονται: Aύξηση / μείωση των εξαγωγών. β. (για άλλα αγαθά) μεταφορά σε άλλη χώρα: ~ κεφαλαίων. Kαταδικάστηκε για λαθραία ~ συναλλάγματος. || (επέκτ.) διάδοση σε άλλη χώρα: ~ κουλτούρας / της επανάστασης. 2. (λόγ.) α. βγάλσιμο, αφαίρεση: ~ του δοντιού, αφαίρεση από τον οδοντίατρο. ~ των καυσαερίων ενός θερμικού κινητήρα, εκπομπή. β. δημιουργία, διατύπωση ύστερα από λογική διαδικασία: ~ συμπερασμάτων. || (μαθημ.) υπολογισμός: ~ των ακέραιων μονάδων ενός κλάσματος. ~ της τετραγωνικής ρίζας ενός αριθμού.

[λόγ. < αρχ. ἐξαγωγή]

εξαγωγικός -ή -ό [eksaγojikós] Ε1 : που αναφέρεται στην εξαγωγή εμπορευμάτων. ANT εισαγωγικός: Εξαγωγικό εμπόριο. Εξαγωγική εταιρεία / επιχείρηση. H εξαγωγική περίοδος ενός προϊόντος, η χρονική περίοδος κατά την οποία αυτό (συνήθ. γεωργικό προϊόν) εξάγεται: Διπλασιάστηκαν φέτος οι εξαγωγές ροδακίνων, ενώ δεν έχει τελειώσει ακόμα η εξαγωγική περίοδος.

[λόγ. < ελνστ. ἐξαγωγικός]

εξαγώγιμος -η -ο [eksaγójimos] Ε5 : (για εμπόρευμα) που είναι κατάλληλο για εξαγωγή: Οι φετινές καιρικές συνθήκες υποβάθμισαν την ποιότητα των πορτοκαλιών, έτσι ώστε αυτά να μην είναι εξαγώγιμα. Tα εξαγώγιμα προϊόντα μιας χώρας, που έχουν ζήτηση στο εξωτερικό.

[λόγ. < αρχ. ἐξαγώγιμος]

εξαγωνικός -ή -ό [eksaγonikós] Ε1 : που έχει σχήμα εξαγώνου.

[λόγ. < ελνστ. ἑξαγωνικός]

εξάγωνος -η -ο [eksáγonos] Ε5 : (για γεωμετρικό σχήμα) που έχει έξι γωνίες. || (ως ουσ.) το εξάγωνο, για εξάγωνο σχήμα. || (μαθημ.) πολύγωνο με έξι γωνίες και έξι πλευρές: Kανονικό εξάγωνο.

[λόγ. < αρχ. ἑξάγωνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες